ἀποκυλίεται

ἀποκυλίεται
ἀποκυλί̱εται , ἀποκυλίω
roll away
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευαποκύλιστος — εὐαποκύλιστος, ον (Α) αυτός που αποκυλίεται εύκολα, αυτός που κατρακυλά εύκολα («εὐαποκυλίστου περιφερείας», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο κυλίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”